ενστερνίζομαι

ενστερνίζομαι
ενστερνίζομαι, ενστερνίστηκα βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενστερνίζομαι — (AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) [στερνίζομαι] 1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω 2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος τής ψυχής μου αρχ. μσν. ενεργ. αγκαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ενστερνίζομαι — ενστερνίστηκα, ενστερνισμένος, μτφ., δέχομαι στο βάθος της ψυχής μου κάτι, το επιδοκιμάζω απόλυτα: Ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκολπίζω — ἐγκολπίζω (AM) μσν. 1. παίρνω κάποιον στον κόλπο μου, αγκαλιάζω 2. (για ακτή) σχηματίζω κόλπο αρχ. 1. πλέω μέσα στον κόλπο ή κατά μήκος τής ακτής 2. εκσπερματώνω μέσα στον κόλπο τής γυναίκας 3. αποδέχομαι, ενστερνίζομαι 4. περιλαμβάνω σε θαλάσσιο …   Dictionary of Greek

  • εγκολπώνομαι — (AM ἐγκολπῶ, όω) τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μου μσν. νεοελλ. ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι») αρχ. 1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους 2. φουσκώνω τα… …   Dictionary of Greek

  • εν(ε)στερνισμένως — ἐν(ε)στερνισμένως (Μ) [ενστερνίζομαι] επίρρ. 1. στο στέρνο 2. μτφ. αρεστώς, με τρόπο ευπρόσδεκτο …   Dictionary of Greek

  • εναγκαλίζομαι — (AM ἐναγκαλίζομαι) 1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω 2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.) αρχ. 1. περιβάλλω κυκλικά 2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοφρονώ — φιλοφρονῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.) 2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ 3. (αμτβ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • εγκολπώνομαι — εγκολπώθηκα, εγκολπωμένος, μτβ. 1. παίρνω κάτι στην αγκαλιά μου ή στις τσέπες μου, το αγκαλιάζω ή το τσεπώνω: Εγκολπώθηκε κρυφά τα 100 ευρώ. 2. μτφ., αποδέχομαι με ευχαρίστηση, ενστερνίζομαι: Εγκολπώθηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υιοθετώ — υιοθέτησα, υιοθετήθηκα, υιοθετημένος 1. αναγνωρίζω επίσημα ξένο τέκνο ως δικό μου, το κάνω παιδί μου: Υιοθέτησε ένα κορίτσι από το ορφανοτροφείο. 2. μτφ., αποδέχομαι ξένες ιδέες ή ενέργειες ως δικές μου, τις ενστερνίζομαι, τις εγκρίνω: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”